λυσιτελώς

λυσιτελώς
(Α λυσιτελῶς)
επίρρ. βλ. λυσιτελής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λυσιτελῶς — λῡσιτελῶς , λυσιτελής paying for expenses incurred adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσιτελής — ες (Α λυσιτελής, ές) ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες 2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός 3. φθηνός 4. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”